-
1 θειάζω
A to be inspired, frenzied, ὁπόσοι αὐτοὺς θειάσαντες ἐπήλπισαν as many as made them hope by divinations, Th.8.1; θ. καὶ θεοφορεῖται is divinely inspired, Ph.1.479; ὁπόσοι τελεταῖς ἐθείαζον obtained inspiration through ritual, Philostr.Her.5.3.2 prophesy,ὅτι στρατοπεδεύσοιτο D.C.Fr.57.48
:—[voice] Pass., [λόγος] ἐπὶ τῇ τελευτῇ τοῦ Ἀλεξάνδρου ἐθειάσθη Arr.An.7.18.6
;λόγιον ὑπὸ τοῦ ὁμίλου θειασθέν D.C.62.18
.
См. также в других словарях:
θειάζω — (Α) [θείος (Ι)] 1. είμαι εμπνευσμένος, έχω θεία έμπνευση και μαντεύω, προφητεύω («ὁπόσοι τι τότε αὐτοὺς θειάσαντες ἐπήλπισαν» και όσοι τους έκαναν να ελπίσουν με μαντείες, Θουκ.) 2. λαμβάνω θεία έμπνευση («θειάζει καὶ θεοφορεῖται» είναι θεϊκά… … Dictionary of Greek